- σχιζοφύκη
- τα, Νβοτ. τα κυανοφύκη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. schizophyceae (< σχίζω + φῦκος). Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στον Σπ. Μηλιαράκη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φύκη — Χλωροφυλλούχα φυτά, που ζουν στα γλυκά, υφάλμυρα ή θαλάσσια νερά και δεν έχουν άνθη, ρίζες, φύλλα και βλαστούς με τη γνωστή, χαρακτηριστική μορφή. Υπάγονται στα θαλλόφυτα (κρυπτόγαμα). Υπάρχουν φ. γιγάντια, των οποίων ο βλαστόμορφος θαλλός αποκτά … Dictionary of Greek